διφλουνισάλη, η
Ερμηνεία:
Σαλικυλικό παράγωγο, μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
A comparison of two nonsteroidal antiinflammatory drugs (diflunisal versus dipyrone) in the treatment of moderate to severe cancer pain: a randomized crossover study. Yalçin S, Güllü IH, Tekuzman G, Savaş C, Firat D. Am J Clin Oncol. 1998 Apr;21(2):185-8.
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|